θαλαμία

θαλαμία
θαλαμίᾱ , θαλαμίας
masc nom/voc/acc dual
θαλαμίας
masc voc sg
θαλαμίᾱ , θαλαμίας
masc voc sg (attic)
θαλαμίᾱ , θαλαμίας
masc gen sg (doric aeolic)
θαλαμίας
masc nom sg (epic)
θαλαμίᾱ , θαλαμίτης
one of the rowers on the lowest bench
masc nom/voc/acc dual
θαλαμίτης
one of the rowers on the lowest bench
masc voc sg
θαλαμίᾱ , θαλαμίτης
one of the rowers on the lowest bench
masc voc sg (attic)
θαλαμίᾱ , θαλαμίτης
one of the rowers on the lowest bench
masc gen sg (doric aeolic)
θαλαμίτης
one of the rowers on the lowest bench
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαλαμιά — θαλαμιός of neut nom/voc/acc pl θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc/acc dual θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμίᾳ — θαλαμίαι , θαλαμίας masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίας masc dat sg (attic doric aeolic) θαλαμίαι , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμίας — θαλαμίᾱς , θαλαμίας masc acc pl θαλαμίᾱς , θαλαμίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) θαλαμίᾱς , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc acc pl θαλαμίᾱς , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιάς — θαλαμιά̱ς , θαλαμιός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμίαι — θαλαμίας masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίας masc dat sg (attic doric aeolic) θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμιός — θαλαμιός, ά, όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός 2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός ο θαλαμίτης* 3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια α) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτη β) (ενν. οπή) η οπή από την… …   Dictionary of Greek

  • ψοφίμι — το, Ν 1. πτώμα, κουφάρι ζώου 2. α) άτομο κάτισχνο και εξαντλημένο β) άνθρωπος ψοφοδεής, δειλός, φοβητσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από τον πληθ. ψοφίμια (πρβλ. θαλάμια > θαλάμι, καλάμια > καλάμι) τού αμάρτυρου *ψοφίμιο(ν) < *ψοφιμαίον (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”